μεγαλόδωρος — munificent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόδωρος — η, ο (ΑM μεγαλόδωρος, ον) 1. αυτός που δίνει μεγάλα και πλούσια δώρα, γενναιόδωρος 2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόδωρο(ν) η μεγαλοδωρία («τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον», Πλούτ.). επίρρ... μεγαλοδώρως (Α) με γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) +… … Dictionary of Greek
μεγαλόδωρος — η, ο αυτός που μοιράζει απλόχερα δώρα, ο γενναιόδωρος: Ήταν τόσο μεγαλόδωρος που ξόδεψε όλη του την περιουσία σε φιλανθρωπίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλοδωρότερον — μεγαλόδωρος munificent adverbial comp μεγαλόδωρος munificent masc acc comp sg μεγαλόδωρος munificent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρότατον — μεγαλόδωρος munificent masc acc superl sg μεγαλόδωρος munificent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδώρως — μεγαλόδωρος munificent adverbial μεγαλόδωρος munificent masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόδωρον — μεγαλόδωρος munificent masc/fem acc sg μεγαλόδωρος munificent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωροτάτη — μεγαλόδωρος munificent fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρότατε — μεγαλόδωρος munificent masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρότατος — μεγαλόδωρος munificent masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδώροις — μεγαλόδωρος munificent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)