μεγαλόδωρος

μεγαλόδωρος
μεγᾰλό-δωρος, ον,
A munificent,

τύχη Democr. 176

, cf. Max. Tyr.17.2;

μεγαλοδωρότατε δαιμόνων Ar.Pax393

(lyr.), cf. Plb.10.5.6, CPHerm.119 viii 2 (iii A.D.): τὸ μ., = foreg., Plu.Ant.4, 43. Adv. -ρως Poll.3.119, Jul.Or.6.194d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόδωρος — munificent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόδωρος — η, ο (ΑM μεγαλόδωρος, ον) 1. αυτός που δίνει μεγάλα και πλούσια δώρα, γενναιόδωρος 2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόδωρο(ν) η μεγαλοδωρία («τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον», Πλούτ.). επίρρ... μεγαλοδώρως (Α) με γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) +… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόδωρος — η, ο αυτός που μοιράζει απλόχερα δώρα, ο γενναιόδωρος: Ήταν τόσο μεγαλόδωρος που ξόδεψε όλη του την περιουσία σε φιλανθρωπίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλοδωρότερον — μεγαλόδωρος munificent adverbial comp μεγαλόδωρος munificent masc acc comp sg μεγαλόδωρος munificent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδωρότατον — μεγαλόδωρος munificent masc acc superl sg μεγαλόδωρος munificent neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδώρως — μεγαλόδωρος munificent adverbial μεγαλόδωρος munificent masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόδωρον — μεγαλόδωρος munificent masc/fem acc sg μεγαλόδωρος munificent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδωροτάτη — μεγαλόδωρος munificent fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδωρότατε — μεγαλόδωρος munificent masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδωρότατος — μεγαλόδωρος munificent masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδώροις — μεγαλόδωρος munificent masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”